- νομάρχῃ
- νομάρχηςgovernor of a regionmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομαρχία — η (ΑΜ νομαρχία) [νομάρχης] διοικητική περιφέρεια που διοικείται από νομάρχη, νομός νεοελλ. 1. το αξίωμα τού νομάρχη 2. το οίκημα στο οποίο εδρεύει ο νομάρχης και οι νομαρχιακές υπηρεσίες, το νομαρχείο … Dictionary of Greek
νομαρχώ — (Α νομαρχῶ, έω) [νομάρχης] είμαι νομάρχης νεοελλ. αναπληρώνω τον νομάρχη, εκτελώ τα καθήκοντα τού νομάρχη … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
εκτελώ — εκτέλεσα, εκτελέστηκα, εκτελεσμένος, μτβ. 1. πραγματοποιώ, εφαρμόζω. 2. (μουσ.), αποδίνω, παίζω: Θα εκτελεστούν έργα Σοπέν. 3. θανατώνω, σκοτώνω: Εκτελέστηκε ο προδότης. 4. φρ., «Eκτελώ χρέη νομάρχη, διευθυντή κτλ.», αναπληρώνω προσωρινά στα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
εκπληρώνω — και εκπληρώ ( όω) (AM ἐκπληρῶ, όω Μ και ἐκπληρώνω) 1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέρας («εκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε) 2. τηρώ («εκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν… … Dictionary of Greek
εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… … Dictionary of Greek